- εχινώδης
- -ες (Α ἐχινώδης, -ες) [εχίνος]αυτός που μοιάζει με εχίνο, ο ακανθώδηςνεοελλ.(για τον θαλάσσιο βυθό) ο γεμάτος αχινούςαρχ.τραχύς, ανώμαλος, αγκαθωτός («πᾱσαν τὴν τῆς πέτρας ἐπιφάνειαν ἐχινώδη καὶ ἀνεπίβατον εἶναι γυμνῷ ποδί», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.